Τόμσον, Τζόζεφ

Τόμσον, Τζόζεφ
(Thomson, Πένποντ 1858 – Λονδίνο 1895). Σκοτζέζος εξερευνητής. Το 1878-80 βρισκόταν στην ανατολική Αφρική, όπου εξερεύνησε τις λίμνες Νιάσα, Τανγκανίκα και Ρούκβα. Το 1881-84 εξερεύνησε περιοχές της Κένυας και του Κιλιμάντζαρο και ανακάλυψε τις λίμνες Μπαρίνγκο και Ναϊβάσα. Διαδοχικά κατόρθωσε να διατρέξει μεγάλες περιοχές του κόλπου του Νίγηρα ποταμού (1885), του Μαρόκου (1888) και του Κατάνγκα (1890). Έγραψε αρκετά έργα σχετικά με τα ταξίδια του στην Αφρική, όπως: Προς τις λίμνες της Κεντρικής Αφρικής, Ταξίδια στον Άτλαντα και το Ν. Μαρόκο κ.ά. 0 Τζόζεφ Τόμσον (εδώ σε πίνακα του Χάκερ) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φυσικούς της τελευταίας εκατονταετίας (Εργαστήριο Κόβεντις, Λονδίνο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τόμσον — Ν φρ. α) «ατομικό πρότυπο Τόμσον» φυσ. θεωρία σχετικά με τη θεωρητική περιγραφή τής εσωτερικής δομής τών ατόμων η οποία υποστηρίχθηκε από τον Τζόζεφ Τζων Τόμσον και σύμφωνα με την οποία τα άτομα έχουν τη μορφή ομοιόμορφων σφαιρών αποτελούμενων… …   Dictionary of Greek

  • Τόμσον, σερ Τζόζεφ Τζον — (Thomson, Τσίταμ Χιλ, Μάντσεστερ 1856 – Κέμπριτζ 1940). Άγγλος φυσικός. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φυσικούς της τελευταίας εκατονταετίας και οι εργασίες του συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξέλιξη της ατομικής φυσικής. Διετέλεσε καθηγητής στο… …   Dictionary of Greek

  • Τόμσον, σερ Τζορτζ Πέιτζετ — (Thomson, Κέμπριτζ 1892 – 1971). Άγγλος φυσικός. Γιος του Τζόζεφ, έγινε καθηγητής φυσικής στο πανεπιστήμιο του Αμπερντίν (1922) και μετά στο Imperial College του Λονδίνου (1930). Το 1937 τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ για τη φυσική, μαζί με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ντέιβισον, Κλίντον Τζόζεφ — (Clinton Josef Davisson, Μπλούμινγκτον, Ιλινόις 1881 – Τσάρλοτσβιλ, Βιρτζίνια 1958). Αμερικανός φυσικός. Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον ανέπτυξε τη δραστηριότητά του κυρίως στα εργαστήρια της Bell Telephone της Νέας Υόρκης,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Άστον, Φράνσις Γουίλιαμ — (Francis William Aston, Μπέρμιγχαμ 1877 – Κέιμπριτζ 1945). Άγγλος φυσικός και χημικός. Σπούδασε στο Μπέρμιγχαμ και στο Κέιμπριτζ, όπου έγινε καθηγητής της φυσικής το 1920. Βοηθός του Τζόζεφ Τζον Τόμσον στο εργαστήριο Κάβεντις, συνεργάστηκε με τον …   Dictionary of Greek

  • Λανζεβέν, Πολ — (Paul Langevin, Παρίσι 1872 – 1946). Γάλλος φυσικός. Συνεργάστηκε αρχικά με τον Τζόζεφ Τόμσον στην Αγγλία και, μετά την επιστροφή του στη Γαλλία, διετέλεσε καθηγητής της γενικής και πειραματικής φυσικής στο Collège de France. Το 1925 έγινε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”