Τόμσον — Ν φρ. α) «ατομικό πρότυπο Τόμσον» φυσ. θεωρία σχετικά με τη θεωρητική περιγραφή τής εσωτερικής δομής τών ατόμων η οποία υποστηρίχθηκε από τον Τζόζεφ Τζων Τόμσον και σύμφωνα με την οποία τα άτομα έχουν τη μορφή ομοιόμορφων σφαιρών αποτελούμενων… … Dictionary of Greek
Τόμσον, σερ Τζόζεφ Τζον — (Thomson, Τσίταμ Χιλ, Μάντσεστερ 1856 – Κέμπριτζ 1940). Άγγλος φυσικός. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φυσικούς της τελευταίας εκατονταετίας και οι εργασίες του συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξέλιξη της ατομικής φυσικής. Διετέλεσε καθηγητής στο… … Dictionary of Greek
Τόμσον, σερ Τζορτζ Πέιτζετ — (Thomson, Κέμπριτζ 1892 – 1971). Άγγλος φυσικός. Γιος του Τζόζεφ, έγινε καθηγητής φυσικής στο πανεπιστήμιο του Αμπερντίν (1922) και μετά στο Imperial College του Λονδίνου (1930). Το 1937 τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ για τη φυσική, μαζί με τον… … Dictionary of Greek
Ντέιβισον, Κλίντον Τζόζεφ — (Clinton Josef Davisson, Μπλούμινγκτον, Ιλινόις 1881 – Τσάρλοτσβιλ, Βιρτζίνια 1958). Αμερικανός φυσικός. Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον ανέπτυξε τη δραστηριότητά του κυρίως στα εργαστήρια της Bell Telephone της Νέας Υόρκης,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Άστον, Φράνσις Γουίλιαμ — (Francis William Aston, Μπέρμιγχαμ 1877 – Κέιμπριτζ 1945). Άγγλος φυσικός και χημικός. Σπούδασε στο Μπέρμιγχαμ και στο Κέιμπριτζ, όπου έγινε καθηγητής της φυσικής το 1920. Βοηθός του Τζόζεφ Τζον Τόμσον στο εργαστήριο Κάβεντις, συνεργάστηκε με τον … Dictionary of Greek
Λανζεβέν, Πολ — (Paul Langevin, Παρίσι 1872 – 1946). Γάλλος φυσικός. Συνεργάστηκε αρχικά με τον Τζόζεφ Τόμσον στην Αγγλία και, μετά την επιστροφή του στη Γαλλία, διετέλεσε καθηγητής της γενικής και πειραματικής φυσικής στο Collège de France. Το 1925 έγινε… … Dictionary of Greek